ἐξανέτειλε

ἐξανέτειλε
ἐξανατέλλω
cause to spring up from
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξανατέλλω — (AM έξανατέλλω) μσν. νεοελλ. (αμτβ.) 1. ανατέλλω, εμφανίζομαι 2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία) αρχ. μσν. κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”